Close
Είσοδος στον λογαριασμό σας
Το καλάθι μου

Προϊόντα: {{countCartProducts}}
Σύνολο : {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ - {{(cartDefaultCouponDiscount * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ = {{((cartTotal - cartDefaultCouponDiscount) * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€

Δωρεάν αποστολή για παραγγελίες άνω των 59.00€ και έως 6kg σε βάρος ή όγκο.

Close search
Αναζήτηση
BLOG

Πρωιμος καρκινος μαστου

Πρωιμος καρκινος μαστου

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΝΤΖΙΟΣ MD, MSc, PhD

Παθολόγος – Ογκολόγος 251 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Ο πρώϊμος καρκίνος μαστού συχνά διαδράμει ασυμπτωματικός και η ανεύρεση του μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός τυχαίου ελέγχου που κάνει μια γυναίκα με αυτοεξέταση των μαστών της ή με εξέταση από το γιατρό της ή ακόμη και μετά από προληπτικό μαστογραφικό έλεγχο. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως ανευρίσκεται ένα άλλοτε άλλου μεγέθους ογκίδιο κάτω από το δέρμα το οποίο είναι ανώδυνο, υπόσκληρο ή κυστικής υφής και φαίνεται να συμφύεται με τους παρακείμενους ιστούς. Η ανεύρεση ενός μορφώματος με τέτοια χαρακτηριστικά θα πρέπει να κινητοποιεί άμεσα τη γυναίκα για αναζήτηση ιατρικής συμβουλής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε μόρφωμα στον μαστό είναι ένδειξη κακοήθειας.

Σε περίπτωση που εμφανίζονται συμπτώματα, αυτά συνήθως είναι ήπιου χαρακτήρα και συνίστανται στην αίσθηση ενός ξένου σώματος στο μαστό, ήπιο, βύθιο άλγος και τάση του υπερκείμενου δέρματος. Εάν το νεόπλασμα διηθεί τον υποδόριο συνδετικό ιστό ή το δέρμα, είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με τη μορφή δερματικής φλεγμονής με ερυθρότητα του υπερκείμενου δέρματος, άλγος και ευαισθησία στην ψηλάφηση. Η διήθηση του δέρματος μπορεί να δώσει στο δέρμα της συγκεκριμένης περιοχής την εικόνα «φλοιού πορτοκαλιού» (peau d’orange). Εάν υπάρχουν διογκωμένοι μασχαλιαίοι λεμφαδένες τότε μπορεί να εμφανιστεί ψηλαφητή ανώδυνη διόγκωση στην σύστοιχη μασχάλη. Τέλος, εάν υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, μπορεί να εκδηλωθεί και η ανάλογη συμπτωματολογία, πχ δύσπνοια κι εύκολη κόπωση λόγω πνευμονικών μεταστάσεων, ίκτερος από την εμφάνιση ηπατικών μεταστάσεων, οστικά άλγη λόγω οστικών μεταστάσεων, ζάλη, κεφαλαλγία και ίλιγγος σε εγκεφαλικές μεταστάσεις κλπ.

Επιδημιολογικά δεδομένα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΝΤΖΙΟΣ MD, MSc, PhD

Παθολόγος – Ογκολόγος 251 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον συχνότερο καρκίνο (περίπου 27% των διαγνώσεων) και τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες, με πρώτο τον καρκίνο του πνεύμονα. Η πιθανότητα να νοσήσει μια γυναίκα στη Δύση από καρκίνο του μαστού καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της είναι 12.5% (μια στις οκτώ) και η πιθανότητα να καταλήξει από τη νόσο είναι 3,4%.

Η προφύλαξη των γυναικών από τη νόσο μπορεί να γίνει με τους ακόλουθους τρόπους:

1. Μείωση του κινδύνου εκδήλωσης της νόσου σε γυναίκες με υψηλή επικινδυνότητα (προληπτική εξέταση μαστών, μαστογραφία, υπέρηχος, μαγνητική μαστογραφία)

2. Μείωση της θνησιμότητας από τη νόσο με πρώιμη διάγνωση, με τις κατάλληλες (προαναφερθείσες) εξετάσεις

3. Αλλαγή τρόπου ζωής που συνίσταται σε υιοθέτηση μεσογειακής διατροφής, απώλεια σωματικού βάρους σε παχύσαρκες γυναίκες, περισσότερη σωματική άσκηση και διακοπή του καπνίσματος. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχει και η αποφυγή παραγόντων κινδύνου όπως η μεγάλη ηλικία πρώτης τελειόμηνης εγκυμοσύνης (ο σχετικός κίνδυνος αυξάνει κατά 0.3% για κάθε χρόνο καθυστέρησης), η ατοκία (οι άτοκες γυναίκες έχουν έως και 30% αύξηση του κινδύνου σε σχέση με τις μητέρες), τα λίγα παιδιά (7% μείωση του σχετικού κινδύνου για κάθε παιδί που γεννιέται μετά το πρώτο), ενώ είναι γνωστή και η προφυλακτική δράση του θηλασμού.

Είναι αξιοσημείωτη η παρατηρούμενη μείωση της θνησιμότητας κατά την τελευταία δεκαετία. Η μείωση της συχνότητας εμφάνισης που παρατηρήθηκε σε γυναίκες άνω των 50 ετών αφορά κυρίως σε καρκίνους με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (ορμονοευαίσθητοι όγκοι) και σχετίζεται με ταυτόχρονη μείωση της χρήσης της ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Διάγνωση και Ακτινολογική διερεύνηση

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΝΤΖΙΟΣ MD, MSc, PhD

Παθολόγος – Ογκολόγος 251 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Η μαστογραφία είναι η κλασσική μέθοδος απεικόνισης του μαστού που χρησιμοποιεί χαμηλής δόσης ακτίνες Χ. Αποτελεί τη μέθοδο εκλογής στον προληπτικό έλεγχο (screening) του καρκίνου του μαστού, σε συνδυασμό πάντα με την αυτοεξέταση και την κλινική εξέταση των μαστών. Μέχρι σήμερα οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η μαστογραφία ως μέθοδος screening οδηγεί στη μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο του μαστού σε ποσοστό 30-70%.

Η ευαισθησία της μαστογραφίας κυμαίνεται περίπου στο 90% και αυτό σημαίνει ότι περίπου το 10% των καρκίνων δεν ανιχνεύεται αρχικά με τη μαστογραφία. Επίσης, η ανίχνευση του καρκίνου εξαρτάται από το μέγεθος της νόσου , τον ιστολογικό τύπο και την πυκνότητα του μαζικού αδένα. Η ευαισθησία της μαστογραφίας σε λιπώδεις μαστούς είναι εξαιρετική, αλλά ελαττώνεται όσο η πυκνότητα του μαζικού αδένα ακτινολογικά αυξάνει. Αυτό σημαίνει ότι η μαστογραφία έχει χαμηλή ευαισθησία σε πυκνούς μαστούς και επί αρνητικού αποτελέσματος, πιθανότατα, χρειάζεται σε αυτούς τους μαστούς περαιτέρω έλεγχος (πχ υπέρηχοι, μαγνητική τομογραφία), ιδιαίτερα επί παρουσίας ψηλαφητικού ευρήματος. Η ευαισθησία της μεθόδου αυξάνεται επίσης επί παρουσίας μικροαποτιτανώσεων.

Η μαστογραφία είναι η μέθοδος εκλογής στη διενέργεια προληπτικού ελέγχου σε γυναίκες άνω των 40 ετών ετησίως. Νεότερες γυναίκες υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο αν αυτό υπαγορεύεται από το οικογενειακό ή ατομικό ιστορικό. Η διενέργεια της μαστογραφίας στα περισσότερα κέντρα γίνεται κατά το πρώτο μισό του εμμηνορυσιακού κύκλου, όταν ο μαστός είναι λιγότερο ευαίσθητος στην πίεση Η σωστή τοποθέτηση και συμπίεση των μαστών είναι σημαντικός παράγοντας για την λήψη υψηλής ποιότητας εικόνων και για να καλυφθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του μαζικού αδένα. Η γυναίκα θα πρέπει επίσης να καθησυχάζεται για τον κίνδυνο της ακτινοβολίας εξηγώντας τα πλεονεκτήματα του προληπτικού ελέγχου. Η ολική δόση ακτινοβολίας ισοδυναμεί με 0,1-0,2 rad περίπου.

Η υπερηχοτομογραφία είναι η πιο σημαντική συμπληρωματική μέθοδος στην απεικόνιση του μαστού. Οι ενδείξεις των υπερήχων συμπεριλαμβάνουν:

• Διαφορική διάγνωση κυστικής από συμπαγή εξεργασία με ακρίβεια 100%.
• Συμπληρωματική διερεύνηση πυκνών μαστογραφικά μαστών
• Διαδερμική παρακέντηση ή προεγχειρητική εντόπιση βλάβης

Η υπερηχογραφία δεν είναι κατάλληλη ως μέθοδος screening και δεν αντικαθιστά τη μαστογραφία στον αποκλεισμό κακοήθειας. Επίσης, η υπερηχοτομογραφία δεν μπορεί να διαφοροδιαγνώσει με ακρίβεια 100% συμπαγή καλοήθη από συμπαγή κακοήθη βλάβη.

Η ψηφιακή μαστογραφία περιλαμβάνει λήψη, επεξεργασία, παρουσία, εκτύπωση, αποθήκευση και μετατροπή των μαστογραφικών εικόνων σε ψηφιακή μορφή. Προς το παρόν, δεν έχει αποδειχθεί ότι η ψηφιακή μαστογραφία πλεονεκτεί της κλασσικής στη διακριτική ικανότητα, ευαισθησία και ειδικότητα ανίχνευσης κακοήθειας σε σχέση με την κλασσική μαστογραφία. Όσο όμως τα ψηφιακά συστήματα τελειοποιούνται, θα γίνονται σταδιακά απαραίτητα στα κέντρα μαστογραφίας.

Η μαγνητική μαστογραφία, τέλος, χρησιμοποιείται από το 1991 ως απεικονιστική μέθοδος για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού συμπληρωματικά στη μαστογραφία. Οι ενδείξεις της μαγνητικής μαστογραφίας είναι:

• Επίλυση διαγνωστικών προβλημάτων
• Προεγχειρητική σταδιοποίηση του καρκίνου του μαστού (τοπική επέκταση όγκου, μέγεθος, πολυεστιακότητα, νόσος στον άλλο μαστό, διήθηση θωρακικού τοιχώματος
• Έλεγχος ακεραιότητας εμφυτευμάτων σιλικόνης
• Παρακολούθηση ασθενών μετά από θεραπεία για καρκίνο του μαστού
• Προσυμπτωματικός έλεγχος (screening) ασθενών υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού (πχ φορείς επικίνδυνων μεταλλάξεων)

 Q&A: Χειρουργείο προεμμηνοπαυσιακών γυναικών

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΕΣΜΑΤΖΟΓΛΟΥ

Γενικός Χειρούργος

1. Χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση προεγχειρητικά ανάμεσα σε προεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες;

Κυρίως σε νέες γυναίκες κάτω των 40 ετών η κλασική μαστογραφία έχει χαμηλή ευαισθησία στην ανάδειξη της νόσου (α) λόγω αυξημένου ποσοστού λοβιακού καρκίκου και (β) λόγω αυξημένης πυκνότητας των μαστών.

Στις γυναίκες αυτές ακόμη και εάν υπάρχει προφανής βλάβη καλό είναι με την σταδιοποίηση να γίνεται και ένας πιο ενδελεχής έλεγχος των μαστών με υπέρηχο (U/S) και μαγνητική τομογραφία (MRI) ώστε να αποφεύγεται η πιθανότητα πολυεστιακής νόσου ή και ετερόπλευρου καρκίνου.

2. Πότε υπάρχει ανάγκη γονιδιακού ελέγχου;

Ο καρκίνος του μαστού σε νέες γυναίκες έχει πολλές φορές σχέση με γονιδιακή μετάλλαξη στα BRCA 1 και 2 γονίδια. Οι ασθενείς αυτές πρέπει να κάνουν έλεγχο μόνο εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις κατηγορίες που ορίζουν τα πρωτόκολλα γονιδιακού ελέγχου.

3. Μαστεκτομή vs. ογκεκτομής

Η αντιμετώπιση δεν πρέπει να είναι διαφορετική από τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εάν και εφόσον έχει γίνει ενδελεχής προεγχειρητικός έλεγχος.

4. Πότε χρειάζεται προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή;

Βάσει πρωτοκόλλων NCCN Breast Cancer risk reduction υποψήφιες είναι οι γυναίκες που αναζητούν χειρουργική προφύλαξη και είναι αυξημένου κινδύνου με επιβεβαίωση.

5. Χρειάζεται παρακολούθηση μετά από χειρουργική θεραπεία;

Οι ασθενείς με καρκίνο μαστού είναι εξ ορισμού γυναίκες αυξημένου κινδύνου για επανεμφάνιση της νόσου (δεύτερος καρκίνος και όχι υποτροπή). Ο έλεγχος είναι αρχικά εξαμηνιαίος όπως ορίζουν τα διεθνή πρωτόκολλα για τα επόμενα 5 έως 7 χρόνια.

Σε ότι αφορά όμως τον ακτινολογικό διαγνωστικό έλεγχο σε αυτές τις ασθενείς καλό είναι να εντατικοποιείται ο έλεγχος κάνοντας εξαμηνιαία μαστογραφία σε νέες ύποπτες εστίες ή FNA ή MRI.

6. Οι καλοήθεις βλάβες σε ασθενείς με καρκίνο μαστού αλλάζει τον τρόπο χειρουργικής αντιμετώπισης;

Το χειρουργικό πλάνο στις ασθενείς αυτές δεν αλλάζει εάν ο καρκίνος συνυπάρχει με καλοήθεις βλάβες αρκεί να επιβεβαιώνεται η διάγνωση βάσει ακτινολογικών και κυτταρολογικών κριτηρίων.

7. Τι σημαίνει η διάγνωση LCIS σε νέες γυναίκες;

Η ιστολογική αυτή διάγνωση κατηγοριοποιεί την ασθενή στις ομάδες γυναικών υψηλού κινδύνου. Έτσι χρειάζεται να γίνεται συμβουλευτική επίσκεψη σε ειδικό για τις προοπτικές της και τις δυνατότητες που έχει ώστε να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου (φαρμακευτικά και χειρουργικά).

8. Λεμφαδένας φρουρός σε νέες γυναίκες

Ο λεμφαδένας φρουρός αποτελεί κοινή πρακτική στις επεμβάσεις μαστού. Ειδικά στις νέες γυναίκες γίνεται απαραίτητος ώστε να μην επιβαρυνθούν με τις επιπλοκές ενός άνευ ενδείξεων καθαρισμού μασχάλης.

9. Εγκυμοσύνη μετά από θεραπεία

Απαιτείται συμβουλευτική επίσκεψη για την ενημέρωση ως προς τους κινδύνους που έχει μία ασθενής να εμφανίσει υποτροπή, καθυστερημένη μετάσταση ή δεύτερο καρκίνο κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης ή ακόμα περισσότερο εξωσωματικής γονιμοποίησης και εγκυμοσύνης.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Παθολόγος – Ογκολόγος

1. Όταν διαγνωστεί ο καρκίνος του μαστού τί πρέπει να ακολουθήσει;

Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού, γίνεται η σταδιοποίηση της νόσου με απεικονιστικές εξετάσεις (αξονικές, σπινθηρογράφημα οστών κ.α.). Αν δεν υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, γίνεται η χειρουργική επέμβαση (μερική ή ριζική τροποποιημένη μαστεκτομή με σύστοιχο μασχαλιαίο λεμφαδενικό καθαρισμό ή λεμφαδένα φρουρό).

Ένα ποσοστό από τις ασθενείς, θα παρουσιάσουν υποτροπή της νόσου ή μεταστάσεις μέσα στα επόμενα χρόνια. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός μετά την χειρουργική επέμβαση, ακολουθούν συμπληρωματικές θεραπείες (χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, βιολογικές-στοχεύουσες θεραπείες, ακτινοθεραπεία).

2. Πώς εξατομικεύεται η συμπληρωματική θεραπεία μετά την διάγνωση του καρκίνου του μαστού;

Για την εξατομίκευση της συμπληρωματικής θεραπείας σε κάθε γυναίκα με πρώιμο καρκίνο του μαστού, λαμβάνονται υπόψιν οι «πληροφορίες» από την παθολογοανατομική έκθεση του όγκου.

Πριν από μερικά χρόνια για την απόφασή μας λαμβάνονταν κυρίως υπόψιν η σταδιοποίηση της νόσου με βάση το σύστημα ΤΝΜ (δηλαδή το μέγεθος του όγκου και ο αριθμός των διηθημένων από τη νόσο μασχαλιαίων λεμφαδένων). Σήμερα λαμβάνονται υπόψιν πρωτίστως τα βιολογικά χαρακτηριστικά του όγκου και συγκεκριμένα η έκφραση των δύο ορμονικών υποδοχέων του όγκου (οιστρογονικών- ER και προγεστερινικών-PgR), καθώς κα του γονιδίου HER2 (ή cerbB2). Η έκφραση των ανωτέρω τριών βιολογικών δεικτών (ER, PgR και HER2) εξετάζεται με την μέθοδο της ανοσοϊστοχημείας, η οποία είναι πολύ αξιόπιστη για τους ορμονικούς υποδοχείς και λιγότερο για το HER2. Ειδικά για το HER2 υπάρχει μια γκρίζα ζώνη και απαιτείται περαιτέρω έλεγχος με μεθόδους υβριδισμού (CISH ή FISH). Με βάση τους παραπάνω βιολογικούς δείκτες καθορίζεται ο κίνδυνος μεταστάσεων αλλά και η ανταπόκριση στις διαθέσιμες συμπληρωματικές θεραπείες.

3. Ποιες γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική χημειοθεραπεία μετά την μαστεκτομή;

Οι ασθενείς που έχουν τριπλά αρνητικούς όγκους (ER -, PgR -, HER2 -) καθώς και εκείνες που έχουν υπερέκφραση HER2 (HER2+) χρειάζονται χημειοθεραπεία.

Οι ασθενείς με την καλύτερη πρόγνωση είναι εκείνες που έχουν θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (ER+, PgR+) και αρνητικό HER2 (HER2 -). Αυτές δεν χρειάζονται πάντα χημειοθεραπεία.

4. Με ποια κριτήρια επιλέγονται οι γυναίκες που χρειάζονται χημειοθεραπεία όταν έχουν όγκους με ευνοϊκά βιολογικά χαρακτηριστικά (ορμονοεξαρτώμενους και αρνητικό HER2);

Για την απόφαση μας αυτή λαμβάνουμε υπόψιν και άλλα χαρακτηριστικά του όγκου, όπως την έκφραση του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki67, τον αριθμό των διηθημένων λεμφαδένων μασχάλης κ.α. Αν δεν υπάρχουν διηθημένοι λεμφαδένες μασχάλης στην ομάδα αυτή, μπορεί να μας βοηθήσει το test Oncotype, που αναλύει 21 γονίδια του όγκου και μπορεί να καθορίσει τον κίνδυνο υποτροπής και το πιθανό όφελος από την χημειοθεραπεία.

5. Ποια είναι τα συνηθέστερα σχήματα χημειοθεραπείας που χρησιμοποιούνται;

Το διαθέσιμα σχήματα χημειοθεραπείας είναι το CMF, σχήματα που περιέχουν ανθρακυκλίνη και σχήματα που περιέχουν ανθρακυκλίνη και ταξάνη. Στις προεμμηνοπαυσικές γυναίκες, που έχουν τριπλά αρνητικούς όγκους ή HER2 θετικούς όγκους, προτιμάται χημειοθεραπεία με ανθρακυκλίνη και ταξάνη.

6. Ποιες είναι οι συνηθέστερες παρενέργειες της συμπληρωματικής χημειοθεραπείας στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες;

Η πιο σοβαρή παρενέργεια είναι η μυελοτοξικότητα, που εκφράζεται με αναιμία, λευκοπενία και θρομβοπενία. Είναι παρενέργεια αντιστρεπτή. Η λευκοπενία μειώνει την άμυνα του οργανισμού και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές λοιμώξεις. Οι λοιμώξεις συνήθως προκαλούνται από τα μικρόβια του ίδιου μας του οργανισμού και όχι τόσο από εξωγενείς παράγοντες. Η λευκοπενία μπορεί να βοηθηθεί από τους αυξητικούς παράγοντες των λευκοκυττάρων. Για την αναιμία και την θρομβοπενία δεν συνιστώνται αντίστοιχοι αιμοποιητικοί αυξητικοί παράγοντες.

Η καρδιοτοξικότητα είναι σπάνια στις νέες γυναίκες γιατί δεν έχουν άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, στεφανιαία νόσο). Επειδή όμως οι ανθρακυκλίνες και οι ταξάνες επιδρούν στο μυοκάρδιο, πρέπει να παρακολουθούμε την λειτουργία της καρδιάς με ειδικό υπερηχογράφημα που λέγεται triplex.

Η χημειοθεραπεία επιδρά στην λειτουργία των ωοθηκών και μπορεί να προκαλέσει παροδική ή μόνιμη αμηνόρροια.

Η πτώση των μαλλιών (αλωπεκία) είναι συχνή παρενέργεια των ανθρακυκλινών και των ταξανών και πάντοτε είναι αντιστρεπτή. Η χρήση παγωμένης κάσκας κατά την διάρκεια εφαρμογής της χημειοθεραπείας έχει αποτελεσματικότητα στο σχήμα CMF και πολύ λιγότερο σε σχήματα με ανθρακυκλίνες. Αντίθετα, όταν το σχήμα έχει και ανθρακυκλίνες και ταξάνες δεν είναι αποτελεσματική. Κατά την διάρκεια της εφαρμογής οποιουδήποτε συστήματος ψύξης του τριχωτού της κεφαλής, τα φάρμακα της χημειοθεραπείας δεν φθάνουν στο τριχωτό. Από κάποιους αυτό θεωρείται μειονέκτημα γιατί μένει ακάλυπτο το τριχωτό της κεφαλής. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι η πιθανότητα μετάστασης στο τριχωτό είναι απειροελάχιστη.

Η ναυτία είναι μια ενοχλητική παρενέργεια, όμως σήμερα διαθέτουμε εξαιρετικά, αποτελεσματικά αντιεμετικά φάρμακα και έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η νευροτοξικότητα είναι μια παρενέργεια των ταξανών η οποία εκδηλώνεται με μουδιάσματα στα πόδια, στα χέρια, μυοσκελετικούς πόνους. Είναι σχεδόν πάντοτε αντιστρεπτή.

Άλλες παρενέργειες της χημειοθεραπείας είναι στοματίτιδα, κυστίτιδα, κολπίτιδα, διαταραχές των κενώσεων, ξηροδερμία, ονυχοδυστροφία, καταβολή, αλλαγή στην γεύση.

7. Ποιές γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική ορμονοθεραπεία και ποιες οι παρενέργειές της;

Οι ασθενείς, που έχουν έστω και ελάχιστη έκφραση ορμονικών υποδοχέων στον όγκο τους, ωφελούνται από την ορμονοθεραπεία.

Στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η ορμονοθεραπεία με αντιοιστρογόνα είναι για 5 έτη. Η προσθήκη «χημικής» ωοθηκεκτομής με μια ενδομυϊκή ένεση (LHRH-ανάλογο) ωφελεί, αν και δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη η διάρκειά της.

Οι κυριότερες παρενέργειες των αντιοιστρογόνων είναι η πάχυνση του ενδομητρίου που σε ακραίες και σπάνιες περιπτώσεις οδηγεί σε καρκίνο του ενδομητρίου, η προδιάθεση για θρομβώσεις στα κάτω άκρα, ο καταρράκτης κ.α. Επίσης η διακοπή της περιόδου με τη χρήση LHRH-ανάλογο προκαλεί πρώιμα συμπτώματα εμμηνόπαυσης (εξάψεις, φουντώματα, ιδρώτες, ξηρότητα κόλπου), καθώς και διαταραχές στο μεταβολισμό.

Οι γυναίκες που λαμβάνουν ορμονοθεραπεία πρέπει να προσέχουν την διατροφή τους ώστε να μην αυξάνουν το βάρος τους. Πολύ βοηθάει και η γυμναστική.

8. Ποιες γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική θεραπεία με αντι HER2+ μονοκλωνικό αντίσωμα και ποιες είναι οι παρενέργειές του;

Οι ασθενείς που έχουν θετικό HER2 (με ανοσοϊστοχημεία 3+ ή με θετικό CISH/FISH) πρέπει να λαμβάνουν συμπληρωματική θεραπεία με αντι HER2+ μονοκλωνικό αντίσωμα για ένα έτος. Η θεραπεία χορηγείται ενδοφλεβίως κάθε 3 εβδομάδες. Η κυριότερη παρενέργεια του μονοκλωνικού αντισώματος είναι η καρδιοτοξικότητα που εκδηλώνεται με μείωση του κλάσματος εξωθήσεως της αριστεράς κοιλίας της καρδιάς. Για τον λόγο αυτό, πριν την έναρξη αλλά και κατά την διάρκεια της θεραπείας πρέπει να γίνεται ειδικός έλεγχος της καρδιάς με triplex ή ραδιοισοτοπική κοιλιγραφία (MUGA scan).

Q&A: Ορμονοθεραπεία και χημειοθεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Παθολόγος – Ογκολόγος Επιμελητής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Αγίου Σάββα

 

Α. ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

1. Τι είναι η χημειοθεραπεία;

Είναι θεραπεία η οποία σκοτώνει κυρίως τα καρκινικά κύτταρα. Στον πρώϊμο καρκίνο του μαστού χρησιμοποιείται πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση προκειμένου να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα με σκοπό την ίαση της/του ασθενούς. Συνήθως χρησιμοποιούνται συνδυασμοί χημειοθεραπευτικών ταυτόχρονα ή διαδοχικά.

2. Πώς επιλέγουν οι Παθολόγοι-Ογκολόγοι ποιοί ασθενείς χρειάζονται χημειοθεραπεία και ποιό χημειοθεραπευτικό σχήμα;

Η απόφαση για κάθε ασθενή είναι εξατομικευμένη. Τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί οτι ο καρκίνος του μαστού είναι μια ετερογενής νόσος και κάθε ασθενής πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Υπάρχουν κριτήρια που βοηθούν τον Παθολόγο-Ογκολόγο να επιλέξει το ποιό κατάλληλλο σχήμα αλλά και τη διάρκεια της χημειοθεραπείας. Τα κριτήρια αυτά έχουν να κάνουν με τη βιολογική συμπεριφορά του όγκου (π.χ.ορμονοευαίσθητος ή όχι), με το στάδιο του καρκίνου (εξαρτάται απο το μέγεθος του όγκου και τους μασχαλιαίους λεμφαδένες) αλλά και την ηλικία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς (π.χ. άλλες ασθένειες, αλλεργίες, κλπ). Επιπλέον τα τελευταία έτη έχουν ανακαλυφθεί τεχνικές οι οποίες ανάλογα με τα ιδιαίτερα γονιδιακά χαρακτηρηστικά του όγκου μπορούν να εκτιμήσουν ποιοί ασθενείς ωφελούνται περισσότερο απο τη χημειοθεραπεία και ποιοί λιγότερο.
Τα χημειοθεραπευτικά σχήματα βασίζονται σε συγκεκριμένα πρωτόκολλα που προκύπτουν μετά απο εκτεταμένη μελέτη τόσο στο εργαστήριο όσο και στον προχωρημένο καρκίνο μαστού. Συνήθως υπάρχουν περισσότερες της μίας επιλογές χημειοθεραπευτικών σχημάτων.

3. Τι παρενέργειες έχει η χημειοθεραπεία;

Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας εξαρτώνται απο τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται, τις δόσεις των φαρμάκων και την ιδιοσυγκρασία των ασθενών. Κυμαίνονται απο ήπιες ώς σοβαρές. Ωστόσο, τα σύγχρονα υποστηρικτικά φάρμακα (αντιεμετικά, αυξητικοί παράγοντες των λευκών και ερυθρών αιμοσφαιρίων, αντιβιωτικά) έχουν σημαντικά ελαττώσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες και τους κινδύνους απο τη χημειοθεραπεία. Μερικές απο αυτές παρατίθενται παρακάτω:

  • Αλωπεκία: Τα περισσότερα χημειοθεραπευτικά φάρμακα προκαλούν σε κάποιο βαθμό αλωπεκία. Η αλωπεκία συνήθως εμφανίζεται 2 εβδομάδες μετά την εναρξη της θεραπείας. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις είναι πλήρως αναστρέψιμη μετά το πέρας της αγωγής. Έχουν αναπτυχθεί κάποιοι μέθοδοι για την αποφυγή της αλωπεκίας (χρήση ψυκτικής κάσκας), ωστόσο η χρήση τους δεν ενδείκνυται σε όλες τις ασθενείς.
  • Ναυτία-Έμετοι: Πρόκειται για δυσάρεστη παρενέργεια κάποιων – αλλά όχι όλων – των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Τα διαθέσιμα σύγχρονα αντιεμετικά προφυλάσσουν σχεδόν όλους τους ασθενείς απο αυτήν την ανεπιθύμητη ενέργεια. Ανάλογα με το εμετογόνο δυναμικό του κάθε χημειοθεραπευτικού σχήματος, ο θεράπων ιατρός χορηγεί πρίν και μετά τη θεραπεία τα κατάλληλα αντιεμετικά ώστε να προληφθεί.
  • Ανοσοκαταστολή: Είναι απο τις ποιό επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειες κάποιων χημειοθεραπευτικών. Στις περιπτώσεις που εμφανίζεται συνήθως συμβαίνει 7 εως 14 ημέρες μετά την ημέρα της θεραπείας και διαρκεί λίγες μέρες. Η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος κάνει τις/τους ασθενείς ευάλωτους σε συγκεκριμένες λοιμώξεις. Αν κατά το χρονικό διάστημα που βρίσκονται οι ασθενείς σε χημειοθεραπεία παρουσιάσουν συμπτώματα λοίμωξης (π.χ. πυρετό, πονόλαιμο, καταρροή, διάρροια, ερυθρότητα/πόνο σε κάποιο σημείο του δέρματος) πρέπει να έρθουν σε άμεση επαφή με το γιατρό τους. Συχνά συνιστάται απο τους θεράποντες ιατρούς προληπτικός εμβολιασμός πριν την έναρξη οποιασδήποτε χημειοθεραπευτικής αγωγής καθώς και γενικές εξετάσεις αίματος πρίν και κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας. Επίσης σε περιπτώσεις που συνέβη ή αναμένεται να συμβεί βαθειά λευκοπενία, οι θεράποντες ιατροί ίσως χορηγήσουν αυξητικούς παράγοντες των λευκών αιμοσφαιρίων, δηλαδή κάποιες υποδόριες ενέσεις οι οποίες ελαττώνουν τη διάρκεια της ανοσοκαταστολής, ή ακόμη και την προληπτική χρήση αντιβιωτικών.
  • Στοματίτιδα: Οι βλεννογόνοι του στόματος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στη χημειοθεραπεία. Κατά τη διάρκειά της μπορεί να παρουσιάσουν ερεθισμό ή και μόλυνση απο μύκητες ή μικρόβια. Προκειμένου να προληφθούν, καλό είναι να προηγηθεί της θεραπείας οδοντιατρική εξέταση και να δίνεται έμφαση στην καθημερινή στοματική υγιεινή.
  • Ξηροδερμία-ξηροφθαλμία: Το δέρμα και οι επιπεφυκότες είναι επίσης ευαίσθητοι στα χημειοθεραπευτικά φάρμακα και ανάλογα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού μπορεί να χρειασθεί σχετική αγωγή με ενυδατική κρέμα και τεχνητά δάκρυα.
  • Νευροπάθεια: Είναι ιδιαίτερη παρενέργεια κάποιων σύγχρονών χημειοθεραπευτικών, των ταξανών, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με μούδιασμα στα άκρα. Όταν παρουσιάζεται καλό είναι να ανφέρεται στους θεράποντες ιατρούς καθώς ίσως απαιτείται κάποιοα τροποποίηση της αγωγής.
  • Κόπωση: Είναι απο τις συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της χημειοθεραπείας. Συνήθως συμβαίνει 2-3 ημέρες μετά τη θεραπεία και διαρκεί για 5 εως 10 ημέρες.

Οι παραπάνω ανεπιθύμητες ενέργειες είναι οι συχνότερα συναντώμενες. Ωστόσο κάθε χημειοθεραπευτικό φάρμακο έχει ιδιαίτερες παρενέργειες που καλό είναι να συζητηθούν με τον θεράποντα ιατρό πριν τη θεραπεία.

4. Μπορεί η χημειοθεραπεία να επηρρεάσει τη γονιμότητα μιας γυναίκας;

Οι ωοθηκική λειτουργία και κατά συνέπεια η έμμηνος ρύση και η γονιμότητα συχνά επηρρεάζονται απο τη χημειοθεραπεία. Η καταστολή της λειτουργίας των ωοθηκών ειδικά στις νεότερες γυναίκες συνήθως είναι αναστρέψιμη. Ωστόσο εξαρτάται απο το είδος των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων και τη διάρκεια χορήγησης. Η επίπτωση επομένως της χημειοθεραπείας στη γονιμότητα αλλά και η πρόληψή της πρέπει να συζητάται με τον θεράποντα ιατρό πριν την έναρξη της αγωγής.

5. Πότε πρέπει να ξεκινήσει η συμπληρωματική (μετεγχειρητική) χημειοθεραπεία;

Η συμπληρωματική χημειοθεραπεία μπορεί να ξεκινήσει μόλις επουλωθεί το χειρουργικό τραύμα και εως 2 μήνες μετά το χειρουργείο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (πχ μετεγχειρητικές επιπλοκές) μπορεί να ξεκινήσει και λίγο αργότερα.

 

Β. ΟΡΜΟΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

1. Τι είναι ορμονοθεραπεία;

Κάποιες μορφές καρκίνου του μαστού αναπτύσσονται υπο την επήρρεια 2 ορμονών, των οιστρογόνων και της προγεστερόνης. Το είδος αυτό του καρκίνου λέγεται ορμονοεξαρτώμενο. Οι ορμόνες αυτές παράγονται στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κυρίως απο τις ωοθήκες ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αλλά και στους άντρες απο άλλους ιστούς και κυρίως τον λιπώδη ιστό. Η ορμονοθεραπεία σκοπό έχει να επιβραδύνει ή να σταματήσει την ανάπτυξη ορμονοεξαρτώμενων όγκων, είτε αναστέλλοντας την παραγωγή οιστρογόνων ή εμποδίζοντας τη δράση τους. Είναι δραστική μόνο στους ορμονοεαρτώμενους όγκους.

2. Πώς καταλαβαίνουμε αν ένας καρκίνος του μαστού είναι ορμονοεξαρτώμενος;

Στον ορμονοεξαρτώμενο καρκίνο του μαστού τα καρκινικά κύτταρα έχουν ορμονικούς υποδοχείς, δηλαδή κάποιες πρωτείνες στις οποίες συνδέονται τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη. Μετά τη σύνδεση ενεργοποιούνται ειδικά γονίδια που διεγείρουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Η παρουσία ορμονικών υποδοχέων (υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνης) ελέγχεται όταν γίνεται βιοψία η χειρουργική εξαίρεση του καρκίνου του μαστού και χαρακτηρίζονται ορμονοεξαρτώμενοι μόνο οι καρκίνοι που εκφράζουν ορμονικούς υποδοχείς.

3. Ποιά ορμονοθεραπεία είναι καλύτερη;

Υπάρχουν πολλά είδη ορμονοθεραπείας. Η επιλογή της εξαρτάται κυρίως απο το άν η γυναίκα είναι προεμμηνοπαυσιακή (δηλαδή έχει λειτουργικές ωοθήκες) ή μετεμμηνοπαυσιακή. Στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και σε πρώϊμο καρκίνο μαστού χρησιμοποιείται ένα σκεύασμα υπο τη μορφή χαπιού, το αντιοιστρογόνο, το οποίο σε κάποιους ιστούς όπως ο μαστός ανταγωνίζεται τη δράση των οιστρογόνων, ενώ σε άλλους ιστούς μιμείται τα οιστρογόνα. Επιπλέον σε κάποιες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να συστηθεί να λαμβάνουν μία μηνιαία ένεση η οποία καταστέλλει τη λειτουργία των ωοθηκών και κατά συνέπεια την παραγωγή οιστρογόνων. Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να λάβουν το αντιοιστρογόνο ή κάποια νεότερα σκευάσματα (χάπια) τα οποία ανστέλλουν ένα ενζυμο, την αρωματάση. Η αρωματάση είναι υπεύθυνη για την παραγωγή οιστρογόνων στους περιφερικούς ιστούς και ιδίως στο λίπος.

4. Τι παρενέργειες έχει η ορμονοθεραπεία;

Σε σχέση με τη χημειοθεραπεία η ορμονοθεραπεία έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Οι συχνότερες παρενέργειες των αντιοιστρογόνων είναι εξάψεις, νυκτερινή εφίδρωση και διαταραχές της εμμήνου ρύσεως ενώ σπάνια προκαλεί ξηρότητα κόλπου, ελάττωση του libido, διαταραχές στην όραση και υπερτροφία του ενδομητρίου. Ιδιαίτερα σπάνια μπορεί να οδηγήσει σε θρομβώσεις και καρκίνο του ενδομητρίου.

Οι αναστολείς της αρωματάσης συχνά προκαλούν εξάψεις, αρθραλγίες, ξηροδερμία και ξηρότητα κόλπου ενώ σπανιότερα υπερλιπιδαιμία, οστεοπόρωση, τριχόπτωση και διαταραχές στην όραση.

5. Πότε και για πόσο διάστημα χορηγείται η ορμονοθεραπεία;

Ορμονοθεραπεία λαμβάνουν μόνον οι ασθενείς με ορμονοεξαρτώμενο καρκίνο του μαστού. H oρμονοθεραπεία χορηγείται συνήθως για 5 έτη στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, και για 5 ή περισσότερα έτη στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Εφ’οσον πρόκειται να χορηγηθεί και χημειοθεραπεία, η ορμονοθεραπεία χορηγείται μετά το πέρας της χημειοθεραπείας.

6. Μπορώ να μείνω έγκυος ενώ λαμβάνω αντιοιστρογόνα;

Τα αντιοιστρογόνα δεν είναι αντισυλληπτικά και έτσι οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες λαμβάνουν αντιοιστρογόνα μπορούν να μείνουν έγκυες. Ωστόσο τα αντιοιστρογόνα μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στο αναπτυσσόμενο έμβρυο και για αυτό κατά τη διάρκεια της λήψης αντιοιστρογόνων καθώς και για 2 μήνες μετά τη διακοπή τους δεν πρέπει να μείνει η γυναίκα έγκυος. Πρέπει να λαμβάνονται μη-ορμονικά μέτρα αντισύλληψης (π.χ. χρήση προφυλακτικού)

http://avgi-breathcancer.gr

 

Pharm 16 free shipping icon
ΔΩΡΕΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ Με παραγγελίες άνω των 59€ και έως 6kg σε βάρος ή όγκο
ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
 2112143503 8:00 - 17:00